- παλιμφρασία
- ηιατρ. η συνεχής και ακούσια επανάληψη όχι μόνο τής ίδιας λέξης ή φράσης αλλά και τής ίδιας ομοιοκαταληξίας ή τού ίδιου στίχου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. palimphrasie (< πάλιν + φράση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek